-
1 высший
высш||ийприл ἀνώτερος, ἀνώτατος/ ὑπέρτατος (крайний):\высшийее образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· \высшийее учебное заведение τό ἀνώτατο ἐκπαιδευτικό ίδρυμα, ἡ ἀνωτάτη σχολή· \высший сорт ἡ ἀνωτάτη ποιότης· в \высшийей степени στον ὑπέρτατο βαθμόν \высшийая математика τά ἀνώτερα μαθηματικά· \высшийая мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή. -
2 высший
-ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.1. ανώτατος, υπέρτατος•-ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•
-командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•
-ее начальство η ανώτατη διοίκηση•
-ая точка το ανώτατο σημείο•
-ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•
-ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
2. ανώτερος•-ее образование ανώτερη μόρφωση•
-ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•
-ая школа ανώτερη σχολή•
-ее качество ανώτερη ποιότητα.
εκφρ.высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•- ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•- ее общество – η ανώτερη κοινωνία•в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό. -
3 пилотаж
η πλοήγηση, ο χειρισμός αερο-σκάφους/πλοίου, το πιλοτάρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пилотаж
-
4 сорт
сортм τό είδος, ἡ λογή/ ἡ ποιότη-τα [-ης] (качество):одного́ \сорта τής ἰδιας ποιότητας· бумага двух \сорто́в χαρτί δύο είδῶν, δυό λογιών χαρτί· ткани разных \сорто́в λογής-λογής ὑφάσματα· высший \сорт ἡ ἀνωτέρα (или ἀρίστη) ποιότης· такого \сорта люди разг οἱ τέτοιου είδους ἀνθρωποι.